βανέσα

βανέσα
Ονομασία πεταλούδας (με την οποία χαρακτηρίζεται και ολόκληρο γένος της τάξης των λεπιδοπτέρων εντόμων) που ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των νυμφαλιδών. Το γένος β. είναι ευρύτατα διαδεδομένο –κυρίως στις ενδοτροπικές περιοχές– αλλά το είδος β. του κάρδου βρίσκεται σε όλο τον κόσμο. Έχει πτερυγιακό άνοιγμα περίπου 5 εκ. και οι χνουδωτές κάμπιες της ζουν ειδικά στα φυτά της αγκινάρας και του τριφυλλιού. Μεγάλοι μεταναστευτικοί πληθυσμοί από το είδος αυτό κατακλύζουν κάθε τόσο περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Η β. η ιώ είναι λίγο μεγαλύτερη από την προηγούμενη· το εμπροσθοπλευρικό τμήμα της κάθε πτέρυγάς της, που είναι σαν βελούδινη, είναι στολισμένο με μεγάλα στίγματα. Η κάμπια της καταβροχθίζει κυρίως τα φύλλα της τσουκνίδας, του λυκίσκου, του τριφυλλιού και του μπιζελιού. Η β. η αντιόπηευβανέσσα με τα μεγάλα κίτρινα κρασπεδωτά πτερύγια, έχει πτερυγιακό άνοιγμα σχεδόν 8 εκ. Η κάμπια της βρίσκεται συνήθως στις λεύκες και στις ιτιές. Η β. η αταλάντη ζει σε όλες τις χώρες, κυρίως όμως στα εύκρατα κλίματα. Είναι πολύ όμορφη πεταλούδα, περιζήτητη από τους συλλέκτες λεπιδοπτέρων. Τα φτερά της είναι οδοντωτά και με λαμπερά χρώματα στην επάνω επιφάνεια. Οι κάμπιες της είναι ακανθωτές και αναπτύσσονται επάνω σε διάφορα φυτά. Είδος βανέσας, που ζει σε πολλές περιοχές και σε υψόμετρο μέχρι και 3.500 μ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρμπερ, Σάμουελ — (Samuel Barber, Γουέστ Τσέστερ, Πενσιλβάνια 1910 – 1981). Αμερικανός συνθέτης. Άρχισε μουσική σε μικρή ηλικία και σπούδασε πιάνο, τραγούδι, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας. Κερδίζοντας βραβεία και υποτροφίες, προκάλεσε την προσοχή της κριτικής με …   Dictionary of Greek

  • Ντεπ, Τζόνι — (Johnny Depp, Κεντάκι 1963 –). Αμερικανός ηθοποιός και μουσικός. Χαρισματικός και αυτοδίδακτος ο Ν. στην υποκριτική, ξεκίνησε από την ροκ μουσική παίζοντας σε περίπου 15 συγκροτήματα πριν αποφασίσει να παίξει στο σινεμά στην ταινία του Γουές… …   Dictionary of Greek

  • Σουίφτ, Τζόναθαν — (Swift). Ιρλανδός συγγραφέας και πολιτικός (Δουβλίνο 1667 1754). Σπούδασε στο Trinity College του Δουβλίνου και, μολονότι Άγγλος στην καταγωγή και στα αισθήματα, ενδιαφέρθηκε πάντα ζωηρά για τα κοινωνικά προβλήματα της Ιρλανδίας. Γραμματέας από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”